- αλλοφροσύνη
- ηη κατάσταση του αλλόφρονα, παραφροσύνη: Οι άνθρωποι έτρεχαν εδώ κι εκεί· θαρρούσες πως τους είχε πιάσει αλλοφροσύνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀλλοφροσύνη — absence fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοφροσύνη — η (Α ἀλλοφροσύνη) [ἀλλόφρων] νεοελ. διατάραξη τών φρένων, παραφροσύνη αρχ. 1. διχογνωμία, αμφισβήτηση 2. κατάσταση αφηρημάδας, σύγχυση τού νου … Dictionary of Greek
ἀλλοφροσύνην — ἀλλοφροσύνη absence fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλόφρων — ( ονος), ον (Α ἀλλόφρων) νεοελλ. αυτός που είναι υπερβολικά ταραγμένος, εκτός εαυτού, έξαλλος αρχ. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. τής οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. ἄλλος (αιολ.,… … Dictionary of Greek
φρένιασμα — το, ατος μανία, αλλοφροσύνη, εξαγρίωση, βούρλισμα, μάνιωμα, λύσσιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)